- ἀδιάφθορος
- ἀδιάφθοροςnot affected by decaymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάφθορος — η, ο (Α ἀδιάφθορος, ον) 1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας») 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί 3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε… … Dictionary of Greek
αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφθορώτερον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτατα — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial superl ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρως — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάφθορον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτερος — ἀδιάφθορος not affected by decay masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόροις — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρου — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρους — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)